29.3.12

Προβολή του αδένα του 3ου βλεφάρου

Η προβολή του αδένα του τρίτου βλεφάρου (cherry eye), αποτελεί νοσολογική οντότητα που οφείλεται στην διόγκωση του αδένα. Η παθογένεση δεν είναι απολύτως γνωστή αλλά πιθανολογείται ότι η διόγκωση ακολουθεί την αδενίτιδα (πρωτογενής ή δευτερογενής).
Ο διογκωμένος αδένας προβάλει από το ελεύθερο χείλος του βλεφάρου σαν μια μάζα που μοιάζει με κεράσι (cherry eye). Η προσβολή μπορεί να αφορά το ένα ή και τα δύο μάτια και συνήθως εμφανίζεται σε νεαρά ζώα (μικρότερα του ενός έτους).


εικόνα 1 - προβολή του αδένα του 3ου βλεφάρου σε σκύλο

Για την αντιμετώπιση της προβολής δεν πρέπει να γίνεται εκτομή του αδένα όπως προτεινόταν παλαιότερα, αλλά πλαστική του τρίτου βλεφάρου (ενταφιασμός του αδένα). Αυτό γιατί η εκτομή του αδένα, κατά κανόνα οδηγεί σε ξηρή κερατοεπιπεφυκίτιδα (σε ποσοστό 48%), γεγονός που σημαίνει ότι το ζώο θα πρέπει να παίρνει φάρμακα για την υπόλοιπη ζωή του. 

Για τον ενταφιασμό του αδένα, κάτω από γενική αναισθησία γίνονται δυο παράλληλες τομές εκατέρωθεν του αδένα, οι οποίες ράβονται μεταξύ τους με λεπτό απορροφήσημο ράμμα.


εικόνα 2 - σχηματογράφημα όπου φαίνονται οι δυο τομές εκατέρωθεν του αδένα και η συρραφή τους (από Fossum - Small Animal Surgery - 3η έκδοση - 2007)


εικόνα 3 - το τρίτο βλέφαρο ενώ έχουν συρραφεί οι δυο τομές

Μετεγχειριτικά και για μια εβδομάδα χορηγούνται κολλύρια αντιβιοτικών για επτά ημέρες. 

22.3.12

Υπερθυρεοειδισμός σε γάτα

Μια ενδιαφέρουσα περίπτωση που αντιμετωπίσαμε πρόσφατα, ήταν ένα περιστατικό υπερθυρεοειδισμού σε μια γάτα.

Ο υπερθυρεοειδισμός, οφείλεται στην αυξημένη έκκριση της ορμόνης θυροξίνης από τον θυρεοειδή αδένα και αποτελεί την συχνότερη ενδοκρινοπάθεια στις γάτες.

Κατά την κλινική εξέταση διαπιστώθηκε συμμετρική διόγκωση των λοβών του θυρεοειδούς αδένα (βρογχοκήλη), γεγονός που θέτει από μόνο του ισχυρή υποψία για τη νόσο (αν και ο υπερθυρεοειδισμός δεν αποτελεί τη μοναδική νόσο που προκαλεί βρογχοκήλη). Επίσης, το ζώο παρουσίαζε υποτρίχωση-αλωπεκία στην βουβωνική χώρα και στη βάση της ουράς.


εικόνα 1 - υποτρίχωση - αλωπεκία στη βουβωνική χώρα


εικόνα 2 - υποτρίχωση - αλωπεκία στη βάση της ουράς

Για τη διάγνωση της νόσου έγινε πλήρης αιματολογικός και βιοχημικός έλεγχος, καθώς και μέτρηση των ορμονών του θυρεοειδούς (η τελευταία απαραίτητα σε εξειδικευμένο Κτηνιατρικό εργαστήριο, καθότι αποτελεί ευαίσθητη μέτρηση με μεγάλες πιθανότητες λάθους σε μη κατάλληλα εργαστήρια). Το ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο περιστατικό, ήταν ότι η ορμόνη Τ4 μετρήθηκε στα ανώτερα φυσιολογικά όρια. Δεδομένης της έντονης υποψίας για υπερθυρεοειδισμό όμως, και αφού αποκλείστηκε υπερηχοτομογραφικά η πιθανότητα νεοπλασίας προχωρήσαμε στην μέτρηση της κλάσματος της ελεύθερης Τ4 (fT4) μέσω της οποίας έγινε η οριστική διάγνωση.

Ο υπερθυρεοειδισμός είναι μια νόσος που σκοτώνει, γι' αυτό και πρέπει να αντιμετωπίζεται. Δίχως αντιμετώπιση, παρουσιάζονται επιπλοκές από το ουροποιητικό και το κυκλοφορικό σύστημα με κακή πρόγνωση. Είναι μάλλον πιθανό, αυτά τα προβλήματα να υπάρχουν ήδη κατά την πρώτη εξέταση του ζώου, σε περιπτώσεις που η αναζήτηση κτηνιατρικής βοήθειας καθυστερεί.

Υπάρχουν τρεις τρόποι αντιμετώπισης του υπερθυρεοειδισμού στις γάτες. Ο πιο αποτελεσματικός είναι η ραδιοθεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο-131. Η θεραπεία αυτή αποτελεί οριστική λύση στο πρόβλημα, αλλά προϋποθέτει την ύπαρξη εξειδικευμένου κέντρου ραδιοθεραπείας για ζώα, κάτι που δεν υπάρχει στη χώρα μας. Ένας άλλος τρόπος αντιμετώπισης είναι η χειρουργική αφαίρεση του θυρεοειδούς αδένα. Η τρίτη δυνατότητα αντιμετώπισης που υπάρχει και που επιλέχθηκε στην περίπτωσή μας, είναι η χορήγηση φαρμάκων που καταστέλουν την λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα.

Για το σκοπό αυτό χορηγήθηκε η δραστική ουσία μεθιμαζόλη. Αν δεν εμφανιστούν επικίνδυνες παρενέργειες για το ζώο, γεγονός που συμβαίνει στο 10% των περιστατικών, η μεθιμαζόλη ελέγχει άριστα τον υπερθυρεοειδισμό στη γάτα. Για να είναι αποτελεσματική η θεραπεία, θα πρέπει να βρεθεί εργαστηριακά η αποτελεσματική εξατομικευμένη δόση. Για καλή μας τύχη το ζώο ελέγχθηκε εύκολα με τη μικρότερη δυνατή δόση, γεγονός που περιορίζει την πιθανότητα επιπλοκών.

Στα ζώα αυτά τέλος, επιβάλλεται ο αιματολογικός, βιοχημικός και ορμονολογικός έλεγχος κάθε τρεις με έξι μήνες, για την τον έλεγχο της θεραπείας και την πιθανή ρύθμιση της δοσολογίας του φαρμάκου.